- επαπορητικός
- ἐπαπορητικός και ἐπαπορηματικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που αμφιβάλλει, που έχει απορία2. αυτός που περιέχει μέσα του απορία3. αυτός που εκφράζει απορία ή αναφέρεται σε απορία4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαπορηπκόνείδος ρητορικής συζητήσεως5. επίρρ. ἐπαπορητικῶςμε απορία, με τρόπο απορητικό.
Dictionary of Greek. 2013.